- επιτέχνησις
- ἐπιτέχνησις, ἡ (Α) [επιτεχνώμαι]1. επινόηση, τέχνασμα εναντίον κάποιου («πρὸς πολλὰ δὲ ἀναγκαζομένους ἰέναι πολλῆς καὶ τῆς ἐπιτεχνήσεως δεῑ», Θουκ.)2. διαμόρφωση ή διατήρηση με τέχνη, με ειδική επεξεργασία («περὶ ἐπιτεχνήσεως τοῡ ψυχροῡ ὕδατος», Αθήν.)3. (για ύφος λόγου) τεχνική επεξεργασία.
Dictionary of Greek. 2013.